- ἠκάδα
- ἠκάδα· ἠνδρωμένην γυναῖκα, Hsch. [full] ἠκαῖον· ἀσθενές, Id. [full] ἤκαλος, ον,A = ἀκαλός, Call.Fr.27 P.:—also [full] ἠκαλέον γελόωσα· πράως, οὐκ ἐσκυθρωπακυῖα, Hsch. [full] ἤκᾰχε, v. ἀχεύω, ἀχέω (A) 11.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.